Πόσες φορές έχεις θεωρήσει τους ανθρώπους αλλά και τα πράγματα της ζωής σου δεδομένα; Πιθανολογώ αμέτρητες. Αντικειμενικά μιλώντας, συμβαίνει σε όλους μας και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Αποδεικνύεται πως η εν λόγω πανδημία είναι η μόνη που κατάφερε τελικά να μας αφυπνίσει πάνω σε αυτό το ζήτημα, λέγοντας μας την ακόλουθη φράση: Ως πότε θα παραβλέπεις τα ‘αυτονόητα’ της ζωής σου;
Eάν έπρεπε να διαλέξεις ένα και μόνο πράγμα το οποίο να σου λείπει πραγματικά πολύ καθ’όλη την διάρκεια του λεγόμενου ‘lockdown’, τότε τι θα ήταν αυτό; Για κάποιους το να μπορούσαν να πιούν για παράδειγμα έναν καφέ λίγο πριν φτάσουν στη δουλειά τους θα έμοιαζε υπεραρκετό. Για κάποιους άλλους το μόνο που επείγει είναι να δουν και να αγκαλιάσουν και πάλι τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Είναι βέβαιο πως οι περισσότεροι όλο αυτό το διάστημα έχουμε κάνει πολλές συζητήσεις με φίλους και συγγενείς γύρω από το ζήτημα της απομόνωσης σε συνάρτηση με όλα αυτά τα απλά και καθημερινά που ενώ αψηφούσαμε μέχρι πρότινος, στη παρούσα φάση κυριολεκτικά μας λείπουν πολύ. Το ζητούμενο εδώ είναι να αναρωτηθούμε όμως τον λόγο για τον οποίο μας συμβαίνει αυτό. Γιατί είμαστε τόσο έντονα συνδεδεμένοι με την καθημερινότητά μας και γιατί επιτρέπουμε στην λύπη να μας επισκέπτεται καθημερινά εφόσον αυτή η κατάσταση είναι παροδική και σίγουρα αναστρέψιμη;
Η θεωρία του Michelle Scott
Πρόκειται για το σχεδόν άγνωστο για τα ελληνικά δεδομένα, ‘’empty shelf'' σύνδρομο, δηλαδή για το σύνδρομο του ‘’κενού ραφιού’’. Ο ψυχολογικός όρος είναι δημιουργία του ψυχοθεραπευτή Μichelle Scott, o οποίος περιγράφει το αίσθημα της ‘κενότητας’ που όλοι μας βιώνουμε αυτό το διάστημα, εξαιτίας της ξαφνικής μετατόπισης του τρόπου ζωής μας. Μέσα σε όλο αυτό ασφαλώς συμπεριλαμβάνονται και όλα εκείνα τα πράγματα που αναμέναμε να συμβούν. Eίτε επρόκειτο για κάποιο πάρτι, τις διακοπές μας και οτιδήποτε άλλο αποτελούσε μέχρι πρότινος μέρος της καθημερινότητάς μας. Όλα αυτά όμως πλέον αντικαταστάθηκαν από ένα έντονο αίσθημα αβεβαιότητας.
Όπως εξηγεί ο ψυχοθεραπευτής Μichelle Scott, η προσκόλληση μας στα αντικείμενα και στα πρόσωπα με τα οποία έχουμε μεγαλύτερη επαφή και τριβή είναι απολύτως φυσιολογική. Πιο συγκεκριμένα, η έννοια της προσκόλλησης διαμορφώνεται από την νεαρή μας ηλικία και συνεχίζεται καθ’όλη την διάρκεια της ενήλικης ζωής μας. ‘Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα συναισθηματικής προσκόλλησης της παιδικής ηλικίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί η αγαπημένη μας κουβέρτα που διατηρούσαμε ως παιδιά ή ένα αρκουδάκι, το οποίο μας κρατούσε συντροφιά, μας βοηθούσε να αναπτυχθούμε συναισθηματικά και φυσικά να αισθανθούμε ασφαλείς όταν οι γονείς δεν κατάφερναν να βρίσκονται κοντά μας. Καθώς μεγαλώνουμε όμως και απομακρυνόμαστε από τα πρώιμα σύμβολα άνεσης, είναι φυσικό και επόμενο να ψάχνουμε νέους τρόπους για να συνδεθούμε με διαφορετικά αντικείμενα όπως και ρουτίνες.
‘Οταν αυτά τα ‘σύμβολα ασφαλείας’ και ‘κανονικότητας’ απομακρύνονται από εμάς, όπως συμβαίνει τώρα με την πανδημία, είναι στην φύση μας να αισθανόμαστε πως χάνουμε την αίσθηση του ελέγχου και το αμέσως επόμενο βήμα είναι ασυναίσθητα να προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε την έλλειψη ασφαλείας με άλλα μέσα.
Ο υπερκαταναλωτισμός και οι ανεξέλεγκτες αγορές είναι αποδεδειγμένα και μάλιστα εν όψη πανδημίας, ένας τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι επιλέγουν να επαναφέρουν την ισορροπία και τον συναισθηματικό έλεγχο στη ζωή τους. Ανεξάρτητα από το αν αυτό έχει οφέλη για τον ψυχισμό μας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν να προβούν σε αγορές γνώριμων αντικειμένων, τα οποία χαρακτηρίζονται από οικειότητα και συναισθηματική ασφάλεια. Το ίδιο ισχύει και για τις διαδικτυακές αγορές όπου και εδώ δημιουργείται στο άτομο ένα αίσθημα ομαλότητας, τουλάχιστον ως προς τα αντικείμενα.
Τι υποστηρίζει η θεωρία της προσκόλλησης;
H προσκόλληση είναι ουσιαστικά μια αναπτυξιακή εξαρτητική συμπεριφορά η οποία λειτουργεί ως διέξοδος στη προσωπική δυσφορία που προκύπτει ενδεχομένως στο άτομο από την ματαίωση κάποιων επιθυμιών του. Οι αλλαγές στη καθημερινότητα, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, λειτουργούν για κάποιους ως μη αντιμετωπίσημες. Παρατηρείται επίσης μεταβολή στις αναπαραστάσεις, στις ταυτίσεις αλλά και στα συναισθήματα. Εάν μάλιστα αυτή η ‘εξάρτηση’ αποκτήσει και την διάσταση εθισμού, τότε το άτομο ανάγει τα αντικείμενα της εξάρτησης ως τα σπουδαιότερα κομμάτια της καθημερινότητάς του και έτσι η ζωή του τείνει να οργανώνεται γύρω από αυτά τα ερεθίσματα, θυσιάζοντας οποιοδήποτε άλλο ερέθισμα θα μπορούσε να του δώσει χαρά, προκειμένου τελικά να ικανοποιήσει αυτή του την επιθυμία.
Τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό;
Όπως αντιλαμβανόμαστε, εάν στην βρεφική μας ηλικία είχαμε αναπτύξει ασφαλής τύπους προσκόλλησης, τότε κάτι αντίστοιχο θα συνέχιζε να συμβαίνει και στην ενήλικη ζωή μας. Εάν όμως για κάποιους λόγους δεν συνέβη αυτό σε κάποια από τα ηλικιακά μας στάδια, τότε ο ‘αποχωρισμός’ και η μεταβατικότητα της καθημερινότητας αποτελεί για ορισμένους μια άκρως δύσκολη δοκιμασία και εμπειρία. Φυσικά όλα αυτά δεν είναι απόλυτα και η έκβαση μιας κατάστασης, όπως αυτή της πανδημίας έχει σε πρώτη φάση να κάνει με το αν είμαστε σε θέση να δώσουμε χώρο και χρόνο στα συναισθήματά μας για να μπορέσουν να αναπτυχθούν και ύστερα να εκφραστούν με τον πιο ομαλό τρόπο.
Ας κάνουμε λοιπόν μια παύση όλοι και ας αναρωτηθούμε:
‘’Tι πραγματικά μας λείπει από όλα εκείνα που θεωρούσαμε μέχρι πρότινος δεδομένα στη ζωή μας;’’ ‘’Tι άλλαξε στη καθημερινότητα μας και με ποιούς τρόπους μπορούμε να επαναφέρουμε τον εαυτό μας στην ‘κανονικότητα’ που αναζητάμε έτσι ώστε να μπορέσουμε να αισθανθούμε και πάλι όπως πριν;’’